- μανουβράρω
- κάνω μανούβρες, ελιγμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μανουβράρω — μανουβράρω, μανουβράρισα βλ. πίν. 55 Σημειώσεις: μανουβράρω : σπάνια η παθητική φωνή (μανουβράρομαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μανουβράρω — [μανούβρα] 1. εκτελώ ελιγμό, κάνω μανούβρα, ελίσσομαι 2. προσπαθώ να πετύχω κάτι με πλάγιες ενέργειες, μηχανεύομαι διάφορα τεχνάσματα … Dictionary of Greek